- νεοτρεφής
- νεοτρεφής, -ές (Α)1. αυτός που μόλις πήρε τροφή, δηλ. ο νεογέννητος2. αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ-τρεφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοτρεφεῖς — νεοτρεφής newly reared masc/fem acc pl νεοτρεφής newly reared masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτρεφές — νεοτρεφής newly reared masc/fem voc sg νεοτρεφής newly reared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτρεφέεσσιν — νεοτρεφής newly reared masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτρεφέος — νεοτρεφής newly reared masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτρεφέων — νεοτρεφής newly reared masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεότροφος — νεότροφος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νεοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος] … Dictionary of Greek